ξαγκίστρωμα

ξαγκίστρωμα
το [ξαγκιστρώνω]
1. η απαλλαγή από το άγκιστρο, απαγκίστρωση
2. (σχετικά με άγκυρα) ανάσπαση, ξεγάντζωμα
3. μτφ. το να γλιτώνει, να ξεφεύγει κάποιος από δύσκολη περίσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξαγκίστρωμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ξαγκιστρώνω, το βγάλσιμο από το αγκίστρι, απαγκίστρωση. 2. για άγκυρα, το τράβηγμα της άγκυρας επάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαγκίστρωση — η 1. απαλλαγή από αγκίστρι, ξαγκίστρωμα 2. απελευθέρωση, απαλλαγή από δυσκολία ή ανεπιθύμητη σχέση 3. διακοπή της επαφής με τον εχθρό στα πλαίσια τακτικού υποχωρητικού ελιγμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”